Μόσχου, Ξενοφών

1858 - 1939

Ο νεαρός φοιτητής που οδηγεί τον ιερέα πατέρα του στην απλή πίστη του ευαγγελίου. Ο δόκιμος εργάτης του λόγου. Ο συστηματικός συγγραφέας. Ο υποδειγματικός πιστός. Από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, στη Σμύρνη και πάλι στην Αθήνα - όπου «τον δρόμον τετέλεκε».

Τον Δεκέμβριο του 1858 μόλις είχε συμπληρωθεί ένας χρόνος από τότε που ο Μιχαήλ Καλοποθάκης είχε υψώσει τη σημαία του ευαγγελίου στην Αθήνα. Αυτόν τον ίδιο Δεκέμβριο γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη ο Ξενοφών Μόσχου. Ο πατέρας του ήταν ορθόδοξος ιερέας - ο Παπαμόσχου. Σε μικρή ηλικία - ήταν δώδεκα χρονών όταν ο πατέρας του Ξενοφ. Μόσχου πήγε στο Άγιο Όρος και έζησε εκεί σαν «καλογεροπαίδι» τέσσερα ολόκληρα χρόνια.

Ο Ξενοφών μεγάλωσε μέσα στο θρησκευτικό περιβάλλον του ιερέα πατέρα του, ο ίδιος όμως από πολύ νεαρός είχε μια βαθιά δίψα να εμβαθύνει στην πνευματική του πείρα. Άρχισε να μελετά την Καινή Διαθήκη και αυτή η μελέτη τον βοήθησε όχι μόνο ν' αρχίσει να μορφώνει ευαγγελικές πεποιθήσεις αλλά και να προσεύχεται αυθόρμητα και ζωντανά. Ο πρώτος που έθεσε στα χέρια του ένα κομμάτι της Καινής Διαθήκης (το ευαγγέλιο του Ιωάννου με σύντομες ερμηνευτικές σημειώσεις) ήταν ο δάσκαλός του Σταύρος Μιχαηλίδης που αργότερα έγινε εργάτης του ευαγγελίου και ο Μόσχου έμελλε να πάρει τη θυγατέρα του για σύζυγό του.

Ήταν 14 χρόνων ο Μόσχου όταν με τη μελέτη της Καινής Διαθήκης φωτίστηκε και πήρε την πείρα της αναγεννήσεως. Ταυτόχρονα ένοιωσε βαθιά επιθυμία να μεταδώσει στους άλλους το χαρμόσυνο άγγελμα που ο ίδιος απόλαυσε. Αυτή ήταν η πρώτη αρχή της ολοκληρωτικής αφιέρωσής του στη διακονία του ευαγγελίου. Την ευαγγελική εκκλησία ο Μόσχου δεν την εγνώριζε, εκτός από όσα συκοφαντικά άκουε να κυκλοφορούν τον καιρό εκείνο εις βάρος των ευαγγελικών χριστιανών. Από τα όσα είχεν ακούσει σχημάτισε τέτοια προκατάληψη, ώστε όταν έμαθε πως ο πατέρας του, ο παπα - Μόσχος πήγε να ακούσει ευαγγελικό κήρυγμα, του έκαμε αυστηρές παρατηρήσεις για τη... λοξοδρομία!

Ως παιδί στο σπίτι και ως μαθητής στο σχολείο ο Ξενοφών ήταν υποδειγματικός. Δεν άφηνε έντυπο να πέσει στα χέρια του, που να μη το διαβάσει. Κάποτε σ' αυτή την περίοδο ης νεανικής του ζωής, διάβασε ένα άρθρο στο ελληνικό περιοδικό «Βρεταννικός Αστήρ» που έβγαινε στο Λονδίνο. Το άρθρο έγραφε για ένα Ολλανδό ιεραπόστολο, που υπέστη μαρτυρικό θάνατο από μια άγρια φυλή στην Αφρική καθώς προσπαθούσε να τους κηρύξει το ευαγγέλιο. Του έκαμε βαθειά εντύπωση και για μια στιγμή ένοιωσε την επιθυμία να αφιερωθεί στον ιεραποστολικό αγρό. Άλλο όμως ήταν το σχέδιο του Θεού. Στο 1872 συναντά για πρώτη φορά ευαγγελικό χριστιανό, τον Ζαφείρη βιβλιοπώλη Αγίων Γραφών, και προμηθεύεται απ' αυτόν τον «Χριστιανό Αποδημητή» του Βουνιάνου και την «Αιωνία Ανάπαυση των Πιστών» που είχε μεταφράσει και εκδώσει στην Αθήνα ο Καλοποθάκης. Τα δύο αυτά βοηθήματα πολύ τον ενίσχυσαν στην πνευματική του πείρα και αύξηση. Στο 1876 με τεσσάρων χρόνων πνευματική εμπειρία και μελέτη της Καινής Διαθήκης, ο Ξενοφών Μόσχου κατεβαίνει στην Αθήνα και εγγράφεται φοιτητής στη Φιλοσοφική Σχολή του πανεπιστημίου. Εξακολουθεί να παραμένει Ορθόδοξος, γιατί δεν έχει ακόμα ξεκαθαρίσει ορισμένες δοξασίες. Ιδιαίτερα τον απασχολούσε η σημασία του Δείπνου του Κυρίου. To θέμα της «μετουσιώσεως» ήταν βαθιά ριζωμένο μέσα του και όταν ερεύνησε τα συγγράμματα των πατέρων διαπίστωσε ότι αλληλοσυγκρούονται οι ερμηνείες. Τελικά με νηστεία και προσευχή κατέληξε στην ευαγγελική απλότητα, όταν πρόσεξε τα ίδια τα λόγια του Κυρίου: «Το πνεύμα είναι εκείνο το οποίον ζωοποιεί, η σάρξ δεν ωφελεί ουδέν» (lωαv. 6:63). Ήταν στον τέταρτο και τελευταίο χρόνο των σπουδών του (1880) όταν ζήτησε να ενωθεί με την Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία. Του έκαμε δε εντύπωση η επιφυλακτικότητα και αυστηρότητα που έδειξε απέναντί του ο Μιχαήλ Καλοποθάκης. Τον υπέβαλε σε εξονυχιστική εξέταση.

Η προσχώρησή του στην Ευαγγελική Εκκλησία ήταν φυσικό και αναπόφευκτο να προκαλέσει τη δυσφορία του ιερέα - πατέρα του. Στην αρχή προσπάθησε να μεταπείσει το γιο του ο Παπαμόσχου. Τελικά όμως, ελεύθερο πνεύμα καθώς ήταν, πείσθηκε ο ίδιος και ακολούθησε τον ίδιο δρόμο με το γιο του. Αυτό είχε ως συνέπεια να απολυθεί από τη θέση του και να κατεβεί στην Αθήνα με τον Ξενοφώντα που προσπαθούσε τώρα με μαθήματα που παρέδιδε να κερδίσει τα απαραίτητα και για τους δυο. Αργότερα ο πατέρας ο παπα - Μόσχου γίνεται πρεσβύτερος στην Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία της Θεσσαλονίκης.

Στο 1882 ο Ξενοφών Μόσχου αναγορεύεται διδάκτωρ της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και σε λίγους μήνες βρίσκεται στο Εδιμβούργο της Σκωτίας για θεολογικές σπουδές. Εκεί είχε την ευκαιρία να ακούσει τον ευαγγελιστή Μούδδη (Moody) και τον ξακουστό Άγγλο ιεροκήρυκα Σπάρτζον (Spurgeon). Γυρίζει στην Ελλάδα μετά δυό χρόνια και διακονεί τον άμβωνα της Εκκλησίας Θεσσαλονίκης για ενάμιση χρόνο. Μένει κατόπιν στην Αθήνα λίγα χρόνια διδάσκοντας και συγγράφοντας και ταυτόχρονα κηρύττει το Ευαγγέλιο. Στο 1892, η Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία της Σμύρνης που είχε μείνει χωρίς εργάτη με το θάνατο του Γεωργίου Κωνσταντίνου, προσκαλεί τον Μόσχου να αναλάβει ποιμαντορικά καθήκοντα. Έτσι εγκαθίσταται στη Σμύρνη τον Σεπτέμβριο του 1892, χειροτονείται τον Ιανουάριο του επομένου χρόνου και αναπτύσσει στον αγρό της Σμύρνης και όλης της Μ. Ασίας την τόσο γόνιμη και πνευματική διακονία του. Η διακονία αυτή διακόπηκε με την Μικρασιατική καταστροφή του 1922, όταν πρόσφυγες μαζί με όλους τους Έλληνες αφού μόλις ξέφυγε από τη σφαγή των Τούρκων που τον αναζήτησαν για να τον σκοτώσουν ο Ξενοφών Μόσχου ήλθε στην Αθήνα. Εκτός από την καθαρά πνευματική διακονία του, ο Μόσχου στη Σμύρνη συνεργάστηκε στενά με τον εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο στα εθνικά ζητήματα. Μαζί οι δυó εισηγήθηκαν στη Βιβλική Εταιρία την έκδοση της δίγλωσσης Κ. Διαθήκης (κείμενο και παράλληλη μετάφραση του Βάμβα) που μοιράστηκε τότε στους άνδρες του ελληνικού στρατού και εξακολουθεί να κυκλοφορεί.

Στην Αθήνα ο Μόσχου συγκέντρωσε γύρω του μεγάλο αριθμό προσφύγων ευαγγελικών που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα από διάφορες ελληνικές ευαγγελικές κοινότητες της M. Ασίας. Στην αρχή όλοι φοιτούσαν στην παλαιά υπάρχουσα Α' Εκκλησία και ο Μόσχου, σε συνεργασία με τον ποιμένα της Εκκλησίας Πολύκαρπο Λογγινίδη, ανάλαβε την άσκηση των ποιμαντορικών του καθηκόντων και οι δύο ποιμένες διακονούσαν τον άμβωνα από κοινού. Γρήγορα όμως προέκυψε η ανάγκη να οργανωθεί δεύτερη εκκλησία στην Αθήνα. Πραγματικά το 1924 με την έγκριση της Γεν. Συνόδου, οργανώθηκε η Δευτέρα Εκκλησία Αθηνών, που περιέλαβε προσφυγικές οικογένειες. Αρχικά η Β' Εκκλησία στεγάστηκε στο ευαγγελικό παρεκκλήσιο που υπήρχε στα Παλαιά Ανάκτορα (όπου τώρα η Βουλή) από τις ημέρες του Γεωργίου του Α´ που ήταν διαμαρτυρόμενος χριστιανός από η Δανία. Έπειτα η Β' Εκκλησία στεγάστηκε σε μια παράγκα στο προσφυγικό συνοικισμό Δουργούτη ώσπου το 1929 κτίστηκε στο Κουκάκι το κτίριο της Β´ Εκκλησίας. Εδώ ο Μόσχου συμπλήρωσε και τερμάτισε την υποδειγματική διακονία του.

Δεκαπέντε ακόμα χρόνια συνέχισε «τον καλόν αγώνα» με παραδειγματική πιστότητα ώσπου το 1939 ο Κύριος τον πήρε κοντά Του σε ηλικία 82 χρόνων.

Πλούσιο υπήρξε και το συγγραφικό έργο του Μόσχου. Οι δύο τόμοι των «Χριστιανικών Μελετών» του αποτελούν εκλεκτό υλικό ευαγγελικής διδασκαλίας. Εκτιμήθηκαν όχι μόνο από τους ευαγγελικούς, αλλά και πολύ ευρύτερα. Κατά την έκφραση του Δημητρίου Καλοποθάκη θεωρήθηκαν οι μελέτες αυτές «άξιαι και... κλοπής ακόμη!» Κυριότερα από τα άλλα συγγράμματα που άφησε είναι η «Σύνοψις της Χριστιανικής Διδασκαλίας» «Ερμηνεία της προς Γαλάτας επιστολής του απ. Παύλου» «Πληρούσθε Πνεύματος» κλπ. Πολλά επίσης είναι τα έργα που μετέφρασε. Αρκετοί ύμνοι του Ελληνικού Ευαγγελικού Υμνολογίου είναι έργο του Μόσχου - όπως ο ύμνος «Ω Σώτερ, υπερέχει αληθώς η Ση αγάπη πάντα λογισμόν» «Της δόξης Σου οι λατρευταί» «Λάβε την εμήν ζωήν» και πολλοί άλλοι. Δική του επίσης είναι η εργασία του Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας των Liddell και Scott που εκδόθηκε με επιμέλεια Κωνσταντινίδη.

Το πιο πολύτιμο πάντως που άφησε στους μεταγενέστερους ο Ξενοφών Μόσχου υπήρξε το παράδειγμα της άμεμπτης ζωής του και του ταπεινού και πράου χαρακτήρα του. Υπομονετικός και γλυκός αλλά και αυστηρός και αλύγιστος όταν επρόκειτο για θέματα όπου δεν χωρεί συμβιβασμός στάθηκε τόσο στον άμβωνα όσο και στην καθημερινή του ζωή. Έδειξε έτσι έμπρακτα τι σημαίνει «ο κοπιάζων γεωργός πρέπει πρώτος να μεταλαμβάνει από των καρπών» και εσπούδασε πραγματικά «να παραστήσει τον εαυτό του δόκιμον εις τον Θεόν, εργάτην ανεπαίσχυντον ορθοτομούντα τον λόγον της αληθείας». (Β´ Τιμοθ. 2:15)